- ζεστολουσίᾳ
- ζεστολουσίᾱͅ , ζεστολουσίαwashing in hot waterfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεστολουσία — ζεστολουσίᾱ , ζεστολουσία washing in hot water fem nom/voc/acc dual ζεστολουσίᾱ , ζεστολουσία washing in hot water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστολουσία — ζεοτολουσία, ή (Α) πλύσιμο με ζεστό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + λουσία (< λούσις < λούω)] … Dictionary of Greek
ζεστολουσίας — ζεστολουσίᾱς , ζεστολουσία washing in hot water fem acc pl ζεστολουσίᾱς , ζεστολουσία washing in hot water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστολουσίαν — ζεστολουσίᾱν , ζεστολουσία washing in hot water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… … Dictionary of Greek